- εγρηγορώ
- (ε) αμετ. бодрствовать, не спать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγρηγορώ — ( έω) (AM ἐγρηγορῶ) βρίσκομαι σε εγρήγορση, δεν κοιμάμαι … Dictionary of Greek
ἐγρηγορῶ — ἐγρηγορέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγρηγορέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐγρηγορόων watching pres imperat mp 2nd sg (epic) ἐγρηγορόων watching pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐγρηγορόων watching pres ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρῳ — ἐγρήγορος waking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρωι — ἐγρηγόρῳ , ἐγρήγορος waking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεσπερεύω — ἐφεσπερεύω (Α) [εφέσπερος] αγρυπνώ, ξαγρυπνώ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν «ἑσπέρας ἐγρηγορῶ») … Dictionary of Greek
προεγρηγορώ — έω, Α προγρηγορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση, μένω άγρυπνος»] … Dictionary of Greek